- δεκατάλαντος
- δεκατάλαντος, -ον (AM)όποιος έχει βάρος ή αξία δέκα ταλάντωναρχ.φρ. «δεκατάλαντος δίκη» — διαδικασία κατά την οποία η ζημία οριζόταν σε δέκα τάλαντα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεκατάλαντος — weighing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκατάλαντον — δεκατάλαντος weighing masc/fem acc sg δεκατάλαντος weighing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαταλάντους — δεκατάλαντος weighing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek
υπερδεκατάλαντος — ον, Α αυτός που στοιχίζει περισσότερο από δέκα τάλαντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + δεκατάλαντος «αυτός που ζυγίζει ή αξίζει δέκα τάλαντα»] … Dictionary of Greek